Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντρεσάρω
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντρεσάρω [dresáro] -ομαι Ρ6 : 1.γυμνάζω ένα ζώο έτσι ώστε να μπορεί να εκτελεί ορισμένες εντολές που του δίνω: Nτρεσάρισε τα σκυλιά του ν΄ αλυχτούν τη νύχτα. 2. (οικ.) εξασκώ κπ. σε μια δουλειά ή σε μια συμπεριφορά με έναν τρόπο συστηματικό, επίμονο και αυστηρό: Tην είχαν τέλεια ντρεσάρει για καμαριέρα. Tα παιδιά του τα έχει ντρεσαρισμένα σαν στρατιωτάκια.

[γαλλ. dress(er) -άρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες