Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντραπάρισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντραπάρισμα το [drapárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ντραπάρω: H μπλούζα έχει ντραπαρίσματα στους ώμους και στο λαιμό. Bελούδινες κουρτίνες με ντραπαρίσματα.

[ντραπαρισ- (ντραπάρω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες