Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντούκου
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντούκου [dúku] επίρρ. τροπ. : (οικ.) 1. τοις μετρητοίς: Για το σπίτι πλήρωσα ~ ένα εκατομμύριο. 2. ΦΡ περνάω ~ / περνάω στο ~, αποσιωπώ κτ.: Περιπτώσεις που δεν μπορούν να περάσουν ~.

[ηχομιμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες