Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ντουζίνα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντουζίνα η [duzína] Ο25α : (οικ.) δωδεκάδα: Aγόρασα μια ~ / μισή ~ πιάτα / εσώρουχα / αυγά. Ήρθαν μια ~ άνθρωποι, δώδεκα ή γενικά, πολλοί. Aγοράζω κτ. με τις ντουζίνες, σε μεγάλες ποσότητες, πολλά μαζί.

[παλ. ιταλ. *duzina < γαλλ. douzaine (πρβ. σημερ. ιταλ. dozzina)]

[Λεξικό Κριαρά]
ντουζίνα η.
  • Δωδεκάδα:
    • (Φορτουν. Γ́ 11).

[<βεν. dozena ή παλαιότ. διαλεκτ. ιταλ. duzina. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go