Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ντουζ
7 items total [1 - 7]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντουζ το [dúz] & ντους το [dús] Ο (άκλ.) : 1.πλύσιμο όλου του σώματος με νερό που πέφτει σαν βροχή από μια ειδική συσκευή μέσα στο λουτρό ή σε άλλους ειδικούς χώρους: Kάνω ~. Παίρνω ένα κρύο / ζεστό ~. ΦΡ σκοτσέζικο* ντους. 2α. ειδική συσκευή για το πλύσιμο του σώματος με τον παραπάνω τρόπο, που συνδέεται με την παροχή του νερού με άκαμπτο ή με αρθρωτό σωλήνα, ο οποίος καταλήγει σε μια διάτρητη κεφαλή από όπου εκτοξεύεται το νερό. β. ειδικός χώρος όπου υπάρχει κοινόχρηστο ντους: Στην κατασκήνωση υπάρχουν πολλά ~. ντουζάκι το YΠΟKΟΡ: Θα κάνω ένα ~.

[λόγ. < παλ. γαλλ. douge· λόγ. αναδαν. < γαλλ. douche]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντουζένι το [duzéni] Ο44α : (λαϊκ.) συνήθ. στη ΦΡ είμαι στα ντουζένια μου, είμαι στα κέφια μου.

[τουρκ. düzen `αρμονία΄ ]

[Λεξικό Κριαρά]
ντούζες ο.
  • Ο δόγης της Βενετίας:
    • (Βεν. 42).

[<βεν. dose]

[Λεξικό Κριαρά]
ντούζης ο· δούζης· τούζης.
  • Ο δόγης, ο ανώτατος άρχοντας της βενετικής και της γενουατικής δημοκρατίας:
    • (Χρον. Μορ. P 993
    • ο τούζης … έβαλεν τον αδελφόν του … αμιράλλην (Μαχ. 33617).

[<βεν. dose - ιταλ. doge. Η λ. στο Du Cange]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντουζιέρα η [duzjéra] Ο25α : είδος χαμηλής μπανιέρας για πλύσιμο με ντους.

[ντουζ -ιέρα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντουζίνα η [duzína] Ο25α : (οικ.) δωδεκάδα: Aγόρασα μια ~ / μισή ~ πιάτα / εσώρουχα / αυγά. Ήρθαν μια ~ άνθρωποι, δώδεκα ή γενικά, πολλοί. Aγοράζω κτ. με τις ντουζίνες, σε μεγάλες ποσότητες, πολλά μαζί.

[παλ. ιταλ. *duzina < γαλλ. douzaine (πρβ. σημερ. ιταλ. dozzina)]

[Λεξικό Κριαρά]
ντουζίνα η.
  • Δωδεκάδα:
    • (Φορτουν. Γ́ 11).

[<βεν. dozena ή παλαιότ. διαλεκτ. ιταλ. duzina. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go