Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ντουβάρι
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντουβάρι το [duvári] Ο44 : (οικ.) 1. τοίχος, συνήθ. εξωτερικός: Kαταστρά φηκε το σπίτι, δεν έμειναν παρά μόνο τα τέσσερα ντουβάρια. 2. (μτφ.) για άνθρωπο που δεν ξέρει αλλά και δεν μπορεί να μάθει τίποτε· κούτσουρο, τούβλο: ~ είναι αυτός! Στην τάξη μου έχω δυο τρία ντουβάρια.

[τουρκ. duvar ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go