Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ντουί
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντουί το [duí] Ο (άκλ.) : εξάρτημα που χρησιμοποιείται για την εύκολη και ασφαλή σύνδεση και αποσύνδεση ενός λαμπτήρα πυρακτώσεως με την τροφοδοτική του γραμμή.

[λόγ. < γαλλ. douille (ορθογρ. δαν. με παρανάγνωση) και αποβ. του τελικού [j] ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go