Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντου
40 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντου το [dú] Ο (άκλ.) : (οικ.) κυρίως στη ΦΡ κάνω ~: α. ορμάω για να αρπάξω, να κλέψω. β. εισβάλλω σε κλειστό χώρο, σε χώρα: Έκανε ~ η αστυνομία. γ. κάνω πραξικόπημα.

[;]

[Λεξικό Κριαρά]
ντου, γεν. αντων.,
βλ. αυτός.
[Λεξικό Κριαρά]
ντουάνα η,
βλ. ντοάνα.
[Λεξικό Κριαρά]
ντουάριν το,
βλ. δουέριν.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντουβάρι το [duvári] Ο44 : (οικ.) 1. τοίχος, συνήθ. εξωτερικός: Kαταστρά φηκε το σπίτι, δεν έμειναν παρά μόνο τα τέσσερα ντουβάρια. 2. (μτφ.) για άνθρωπο που δεν ξέρει αλλά και δεν μπορεί να μάθει τίποτε· κούτσουρο, τούβλο: ~ είναι αυτός! Στην τάξη μου έχω δυο τρία ντουβάρια.

[τουρκ. duvar ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντουγάνι το [duγáni] Ο44 : άνθρωπος που δεν καταλαβαίνει, που είναι ξεροκέφαλος ή αμαθής.

[ίσως τουρκ. doğan `γεράκι΄ με τροπή [o > u] από επίδρ. του υπερ. [γ] ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντουγκ ντουγκ [dúg dúg] & ντουκ ντουκ [dúk dúk] (άκλ.) : ηχομιμητική λέξη που αποδίδει τον ήχο που κάνει ένα σκληρό αντικείμενο π.χ. το σφυρί, το ρόπτρο κτλ., όταν χτυπάει επάνω σε κτ. άλλο.

[ηχομιμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντουγρού [duγrú] & ντογρού [doγrú] επίρρ. τροπ. : (λαϊκ.) ίσια, κατευθείαν: Tράβηξα ~ για το σπίτι. Έπεσε ~ επάνω μου.

[τουρκ. doğru και τροπή [o > u] από επίδρ. του υπερ. [γ] ή από υποχωρ. αφομ. [o-u > u-u] ]

[Λεξικό Κριαρά]
Ντουδέσκος ο,
βλ. Τεδέσκος.
[Λεξικό Κριαρά]
ντουέλλο το.
  • Μονομαχία·
    • (εδώ σε μεταφ.):
      • μπαίνει … στου πόθου τα ντουέλλα (Στάθ. Β́ 116).

[<ιταλ. duello. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες