Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ντοσιέ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντοσιέ το [dosxé] Ο (άκλ.) : είδος μεγάλου φακέλου από σκληρό χαρτί ή από χαρτόνι, όπου τοποθετούν έγγραφα, χειρόγραφα κτλ.: Στο πράσινο ~ έχω όλες τις αποδείξεις της ΔΕH.

[λόγ. < γαλλ. dossier]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go