Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντοσιέ το [dosxé] Ο (άκλ.) : είδος μεγάλου φακέλου από σκληρό χαρτί ή από χαρτόνι, όπου τοποθετούν έγγραφα, χειρόγραφα κτλ.: Στο πράσινο ~ έχω όλες τις αποδείξεις της ΔΕH.
[λόγ. < γαλλ. dossier]



