Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντορής
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντορής ο [dorís] Ο8 : (λαϊκότρ.) ονομασία αλόγου με κοκκινωπό τρίχωμα, συνήθ. σε συναισθηματικά φορτισμένη χρήση.

[τουρκ. dor(u) -ής]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες