Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντοπάρισμα το [dopárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του ντοπάρω: Aπαγορεύεται το ~ των αθλητών / των αγωνιστικών αλόγων. Tεστ ντοπαρίσματος, ντόπιγκ.
[ντοπαρισ- (ντοπάρω) -μα]