Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντομπροσύνη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντομπροσύνη η [dobrosíni] Ο30 : (οικ.) η ιδιότητα του ντόμπρου, η ευθύτητα του χαρακτήρα: Άνθρωπος χωρίς ~.

[ντόμπρ(ος) -οσύνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες