Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντοματόζουμο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντοματόζουμο το [domatózumo] Ο41 : χυμός από ντομάτες· ντοματοχυμός.

[ντομάτ(α) -ο- + ζουμ(ί) -ο]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες