Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντοματοχυμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντοματοχυμός ο [domatoximós] & τοματοχυμός ο [tomatoximós] Ο17 : χυμός από ντομάτες.

[λόγ. ντομάτ(α), τομάτ(α) -ο- + χυμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες