Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ντοβάς ο.
-
- Προσευχή, δέηση:
- Κάθε βασιλεύς όταν εβγαίνει εις πόλεμον και όταν γυρίζει, του κάμνουσιν ντοβά (Lucar, Sermons 131 (έκδ. ντό‑)).
[<τουρκ. dua. Τ. ντοάς και ντου(β)άς σήμ. ιδιωμ. (Πιτυκ., Κουκκίδης)]
- Προσευχή, δέηση:



