Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντιλεταντισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντιλεταντισμός ο [diletandizmós] Ο17 : (παρωχ.) η ερασιτεχνική απασχόληση με την τέχνη ή με τη λογοτεχνία.

[λόγ. < γαλλ. dilettantisme (-isme = -ισμός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες