Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ντιλετάντης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντιλετάντης ο [diletándis] Ο11 : (παρωχ.) αυτός που ασχολείται ερασιτεχνικά με την τέχνη ή με τη λογοτεχνία και που ανήκει συνήθ. στην ανώτερη κοινωνική τάξη: Ένας ~ της λογοτεχνίας. || (μειωτ.) αυτός που ασχολείται με τους παραπάνω τομείς χωρίς να έχει την απαιτούμενη κατάρτιση.

[ιταλ. dilettant(e) -ης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go