Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντεφορμέ [deformé] Ε (άκλ.) : (για πρόσ.) που δεν είναι σε φόρμα: Tην πρώτη μέρα των αγώνων οι αθλητές μας ήταν ~. Σήμερα είμαι λίγο ~, γιατί δεν κοιμήθηκα καλά το βράδυ.
[λόγ. < γαλλ. déformé `με χαλασμένο σχήμα΄]