Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντεφορμέ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντεφορμέ [deformé] Ε (άκλ.) : (για πρόσ.) που δεν είναι σε φόρμα: Tην πρώτη μέρα των αγώνων οι αθλητές μας ήταν ~. Σήμερα είμαι λίγο ~, γιατί δεν κοιμήθηκα καλά το βράδυ.

[λόγ. < γαλλ. déformé `με χαλασμένο σχήμα΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες