Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντεσέν
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντεσέν το [desén] Ο (άκλ.) : διακοσμητικό σχέδιο υφάσματος: Tο φόρεμα έχει μικρά / μεγάλα ~.

[λόγ. < γαλλ. dessin]

[Λεξικό Κριαρά]
ντεσεντέντος ο.
  • Απόγονος:
    • (Διαθ. 17. αι. 3166).

[<ιταλ. discendente]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες