Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντεμπραγιάζ το [debrajáz] Ο (άκλ.) : αποσυμπλέκτης αυτοκινήτου, που διακόπτει τη σύνδεση της μηχανής με τις ρόδες.
[λόγ. < γαλλ. (pedale de) débrayage]



