Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντεμπούτο το [debúto] Ο39 : η πρώτη εμφάνιση σε καλλιτεχνική συνήθ. καριέρα ή στην κοσμική ζωή: Θεατρικό ~. Στον πρωτοχρονιάτικο χορό έκαναν το ~ τους πολλές νεαρές της κοσμικής Aθήνας.
[ιταλ. debutto]