Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: ντεκαπάζ
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντεκαπάζ το [dekapáz] Ο (άκλ.) : αποχρωματισμός βαμμένων κυρίως μαλλιών, για να τα ξαναβάψουν με βαφή άλλου χρώματος.

[λόγ. < γαλλ. décapage]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go