Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- ντεβινδάρης ο.
-
- (Τίτλ.) μέγας ντεβινδάρης = ανώτατος αξιωματούχος του κράτους των Κιρκασίων (πβ. αραβ. dawādār kabῑr):
- (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 393).
[<αραβ. dawādār - τουρκ. divittar]
- (Τίτλ.) μέγας ντεβινδάρης = ανώτατος αξιωματούχος του κράτους των Κιρκασίων (πβ. αραβ. dawādār kabῑr):