Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νταβατζής
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νταβατζής ο [davadzís] Ο8 : (λαϊκ.) προστάτης και κυρίως εκμεταλλευτής κοινών γυναικών.

[τουρκ. davacι `κατήγορος, συνήγορος΄ ]

[Λεξικό Κριαρά]
νταβατζής ο· νταγουτζής, (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 27412νταουτζής.
  • (Νομ.) ενάγων:
    • επίασαν έναν Τούρκον και … τον είχαν δείρει. Και το ταχύ εγίνηκαν πολλοί νταουτζήδες εις τον βοϊβόντα (Συναδ. φ. 38v).

[<τουρκ. vacι. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go