Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νταβάς
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νταβάς 1 ο [davás] & ταβάς ο [tavás] Ο1 : είδος μικρού στρογγυλού ταψιού με ψηλά χείλη, που συνήθ. έχει δύο χέρια για να το κρατούν.

[τουρκ. tava και ηχηροπ. του αρχικού [t > d] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-t > tond > ton-d] ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νταβάς 2 ο : (λαϊκ.) νταβατζής.

[σύντμ. του νταβ(ατζής) -άς 1]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go