Παράλληλη αναζήτηση
| 55 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ντα [dá] (άκλ.) : (παιδ.) το ξύλο, οι ξυλιές: Θα σε κάνω ~ / ~ ~. (ειρ., σε ενήλικο): Tι φοβάσαι; μήπως σε κάνει ~ ο προϊστάμενος;
[λ. νηπιακή, ηχομιμ.]
- νταβάνι το,
- βλ. ταβάνι.
- νταβάνι 1 το [daváni] Ο44 & ντάβανος ο [dávanos] Ο20 : έντομο που μοιά ζει με μεγάλη μύγα και που απομυζά το αίμα των μεγάλων κατοικίδιων ζώων: Tο ~ κέντρισε το βόδι / το άλογο. || (για άνθρ. που οργίζεται ξαφνικά): Kάνει σαν να τον κέντρισε ~.
[ντάβανος: μσν. ντάβανος < τάβανος < ταβάν(ι) μεγεθ. -ος με ηχηροπ. του αρχικού [t > d] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-t > tond > ton-d] · νταβάνι: μσν. νταβάνι < ταβάνι < λατ. taban(us) [tabá-] -ι(ον) με ηχηροπ. του αρχικού [t > d] κατά το ντάβανος]
- νταβαντούρι το [davadúri] & νταβατούρι το [davatúri] & ταβατούρι το [tavatúri] Ο44 : (οικ.) θόρυβος, φασαρία που δημιουργούν πολλοί άνθρωποι μαζί, σε χαρούμενη συγκέντρωση ή σε συμπλοκή, σε επεισόδιο: Έγινε μεγάλο ~· ΣYN ΦΡ έγινε μεγάλο πανηγύρι.
[ταβ-: τουρκ. tevatür `διάδοση, κοινή μαρτυρία΄ -ι και υποχωρ. αφομ. [e-a > a-a] · νταβ-: ηχηροπ. του αρχικού [t > d] αναλ. προς αρσ. και θηλ. με παρόμοια εναλλ.: τομάτα - ντομάτα και ηχηροπ. του μεσοφ. [t] ]
- νταβάς 1 ο [davás] & ταβάς ο [tavás] Ο1 : είδος μικρού στρογγυλού ταψιού με ψηλά χείλη, που συνήθ. έχει δύο χέρια για να το κρατούν.
[τουρκ. tava -ς και ηχηροπ. του αρχικού [t > d] από συμπροφ. με το άρθρο στην αιτ. [ton-t > tond > ton-d] ]
- νταβάς 2 ο : (λαϊκ.) νταβατζής.
[σύντμ. του νταβ(ατζής) -άς 1]
- νταβατζής ο [davadzís] Ο8 : (λαϊκ.) προστάτης και κυρίως εκμεταλλευτής κοινών γυναικών.
[τουρκ. davacι `κατήγορος, συνήγορος΄ -ς]
- νταβατζής ο· νταγουτζής, (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 27412)· νταουτζής.
-
- (Νομ.) ενάγων:
- επίασαν έναν Τούρκον και … τον είχαν δείρει. Και το ταχύ εγίνηκαν πολλοί νταουτζήδες εις τον βοϊβόντα (Συναδ. φ. 38v).
[<τουρκ. dâvacι. Η λ. και σήμ.]
- (Νομ.) ενάγων:
- νταβραντίζω [davradízo] Ρ2.1α μππ. νταβραντισμένος : (λαϊκ.) ξαναδυναμώνω, κυρίως στη μππ., για άνθρωπο στιβαρό, γεμάτο σφρίγος, συνήθ. όταν αναφερόμαστε στη σεξουαλική ικανότητά του.
[τουρκ. davrand(ι) γ' εν. αορ. του ρ. davran- `ενεργώ, είμαι δραστήριος΄ -ίζω]
- νταβράντισμα το [davrádizma] Ο49 : (λαϊκ.) η ενέργεια του νταβραντίζω.
[νταβραντισ- (νταβραντίζω) -μα]



