Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντίζα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντίζα η [díza] Ο25 : (τεχν.) καλώδιο που συνδέει εξαρτήματα μηχανών: ~ του συμπλέκτη.

[γερμ. Düs(e) ή μέσω του γαλλ. duse]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντιζάιν το [dizáin] Ο (άκλ.) : σχεδιασμός βιομηχανικών προϊόντων: H κουζίνα ήταν αρκετά φτηνή, δε μου άρεσε όμως το ~. || (ως επίθ.): Έπιπλα / καναπές ~.

[λόγ. < αγγλ. design]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες