Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ντέρτι
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντέρτι το [dérti] Ο44α : (λαϊκ.) στενοχώρια, καημός συνήθ. ερωτικός: Έχει ~ και σεβντά. Έχει ντέρτια στην καρδιά.

[τουρκ. dert (από τα περσ.) ]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
ντέρτικος -η -ο [dértikos] Ε5 : (λαϊκ.) που εκφράζει λύπη, καημό: Nτέρτικα τραγούδια.

[ντέρτ(ι) -ικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες