Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- ντάμπιγκ το [dámpiŋg] Ο (άκλ.) : (οικον.) η πώληση ενός προϊόντος στο εξωτερικό, σε τιμή κατώτερη από εκείνη που πουλιέται στην εσωτερική αγορά κατά την ίδια χρονική περίοδο και με τους ίδιους όρους.
[λόγ. < αγγλ. dumping]



