Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νοών
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νοών ο [noón] Ο (βλ. Ε12β) : μόνο στη λόγια έκφραση ο ~ νοείτω, όποιος έχει μυαλό και καταλαβαίνει, ας καταλάβει αυτά που λέω, συνήθ. όταν υπαινίσσεται κάποιος ότι ο συνομιλητής του οφείλει να καταλάβει.

[λόγ. < αρχ. νοῶν, μεε. του νοῶ]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go