Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νουθεσία
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νουθεσία η [nuθesía] Ο25 : συμβουλή που δίνει ένας ώριμος συνήθ. άνθρωπος σε νεαρό άτομο, για να το προστατεύσει από ενδεχόμενο σφάλμα ή για να το συνετίσει: Οι πολύτιμες νουθεσίες των δασκάλων / των γονιών μου. || Άσε τις νουθεσίες, για ενοχλητικές και περιττές συμβουλές.

[λόγ. < αρχ. νουθεσία]

[Λεξικό Κριαρά]
νουθεσία η· νουθεσιά.
  • 1) Έλεγχος, επιτίμηση:
    • (Λίβ. N 2345).
  • 2) Παραίνεση, συμβουλή, προτροπή:
    • (Διγ. Gr. 3376, 3381
    • (εδώ ερωτική):
      • Αν έχεις να 'σαι ποθητή, τες νουθεσιές μου θύμου (Σουμμ., Παστ. φίδ. Ά [816]).
  • 3)
    • α) Διδασκαλία, οδηγία:
      • Εποίμαινε (ενν. ο Μάξιμος) … το ποίμνιον εν παιδείᾳ και νουθεσίᾳ Κυρίου (Έκθ. χρον. 3519).
    • β) καθοδήγηση:
      • είπαν θείους λόγους προς νουθεσίαν (Βακτ. αρχιερ. 209).

[αρχ. ουσ. νουθεσία. Ο τ. από μετρ. αν. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες