Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νουά
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νουά το [nuá] Ο (άκλ.) : (μαγειρ.) τμήμα από το μπούτι μοσχαριού.

[λόγ. < γαλλ. noix]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νουάρ [nuár] Ε (άκλ.) : μόνο στα μπλε* ~. φιλμ* ~.

[λόγ. < γαλλ. noir `μαύρος΄]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go