Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νοτερός
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
νοτερός, επίθ.
  • 1) (Προκ. για κλίμα) που έχει υγρασία, υγρός:
    • την υγράν και νοτερήν ποιότητα της Βενετίας (Μεταξά, Επιστ. 48).
  • 2) (Προκ. για λειτουργία του σώματος) πιθ. που χαρακτηρίζεται από εκκρίσεις υγρών:
    • το αίμα οπού κάνει την χάριν την χωνευτικήν, η οποία έναι κρύα και νοτερή (Καρτάν., Π. Ν. Διαθ. φ. 41r).

[αρχ. επίθ. νοτερός. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νοτερός -ή -ό [noterós] Ε1 : υγρός.

[αρχ. νοτερός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες