Παράλληλη αναζήτηση
| 2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- νοτίς η.
-
- Υγρασία·
- (εδώ προκ. να δηλωθεί ελάχιστη ποσότητα νερού στη γη):
- το φρέαρ … νοτίδος άμοιρον οφθέν (Παϊσ., Ιστ. Σινά 2096).
- (εδώ προκ. να δηλωθεί ελάχιστη ποσότητα νερού στη γη):
[αρχ. ουσ. νοτίς]
- Υγρασία·
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νότισμα το [nótizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του νοτίζω: Tο ~ της γης / του τοίχου, ύγρανση. || Tα ρούχα θέλουν ~ πριν τα σιδερώσεις.
[νοτισ- (νοτίζω) -μα]



