Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νοσογόνος -ος -α -ο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νοσογόνος -ος / -α -ο [nosoγónos] Ε14 : που προκαλεί ή που μπορεί να προκαλέσει κάποια ασθένεια: Nοσογόνοι παράγοντες. Nοσογόνα αίτια / γονίδια / μικρόβια.

[λόγ. νοσο- + -γόνος απόδ. γαλλ. morbifique]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες