Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νοσηλεύω
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νοσηλεύω [nosilévo] -ομαι Ρ5.1, Ρ5.2 : παρέχω σε άρρωστο τα θεραπευτικά μέσα και τις φροντίδες που έχει ανάγκη: Ένα μικρό νοσοκομείο δεν έχει τη δυνατότητα να νοσηλεύσει πολλούς ασθενείς. Tον νοσήλευσαν οι καλύτεροι γιατροί. Nοσηλεύεται σε ιδιωτική κλινική / στο σπίτι.

[λόγ. < αρχ. νοσηλεύω]

[Λεξικό Κριαρά]
νοσηλεύω.
  • (Μέσ.) ασθενώ, αρρωσταίνω:
    • ο αρχηγός νοσηλεύεται και ανάγκη τινών χρειωδών εστί τα προς θεραπείαν (Δούκ. 1691· Προδρ. IV 248-10 χφφ PK κριτ. υπ).

[αρχ. νοσηλεύω. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες