Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: νοσηλευτικός -ή -ό
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νοσηλευτικός -ή -ό [nosileftikós] Ε1 : που έχει σχέση με τη νοσηλεία ή με το νοσηλευτή: Nοσηλευτικό ίδρυμα. Iατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό ενός νοσοκομείου. Nοσηλευτικές μονάδες.

[λόγ. νοσηλευτ(ής) -ικός]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go