Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νοσήλια
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νοσήλια τα [nosília] Ο40 : τα έξοδα για τη νοσηλεία αρρώστου σε ένα νοσηλευτικό ίδρυμα: Tο κράτος καταβάλλει τα ~ των δημόσιων υπαλλήλων.

[λόγ. < ελνστ. νοσήλια τά `τροφή για αρρώστους΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες