Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νομοδιδάσκαλος
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νομοδιδάσκαλος ο [nomoδiδáskalos] Ο19 : χαρακτηρισμός νομοθέτη που έχει βαθιά γνώση των νόμων.

[λόγ. < ελνστ. νομοδιδάσκαλος `διδάσκαλος του μωσαϊκού νόμου΄]

[Λεξικό Κριαρά]
νομοδιδάσκαλος ο.
  • Αυτός που ερμηνεύει και διδάσκει του νόμους·
    • (εδώ ως τίτλ. αξιωματούχου του φραγκικού βασιλείου της Κύπρου):
      • (Μαχ. 68023).

[μτγν. ουσ. νομοδιδάσκαλος. Τ. νομοδάσκαλος στο Somav. Η λ. και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες