Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νομο
36 εγγραφές [1 - 10]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νομο- 1 [nomo] & νομό- [nomó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι το β' συνθετικό έχει σχέση με τους νόμους της πολιτείας, αναφέρεται σ΄ αυτούς: ~θέτης· ~λογία, ~σχέδιο· ~ταγής, νομότυπος· ~θετώ, θεσπίζω νόμους.

[λόγ. < αρχ. νομο- θ. του ουσ. νόμο(ς) ως α' συνθ.: αρχ. νομο-θέτης, νο μο-θετῶ & νλατ. nomo- < αρχ. νόμος: νομο-λογία < νλατ. nomologia]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νομο- 2 & νομ- [nom], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις· δηλώνει ότι το β' συνθετικό ανήκει ή αναφέρε ται στην έννοια της λέξης νομός: νομάρχης, νομίατρος, ~μηχανικός.

[λόγ. < αρχ. νομ(ο)- θ. του ουσ. νομό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. νομ-άρχης (δες λ.)]

[Λεξικό Κριαρά]
νομογράφος ο.
  • Αυτός που συγγράφει νόμους, ο νομοθέτης· αυτός που ερμηνεύει το νόμο (εδώ τον Ιουδαϊκό Νόμο):
    • (Βίος Αλ. 1656).

[αρχ. ουσ. νομογράφος]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νομοδιδάσκαλος ο [nomoδiδáskalos] Ο19 : χαρακτηρισμός νομοθέτη που έχει βαθιά γνώση των νόμων.

[λόγ. < ελνστ. νομοδιδάσκαλος `διδάσκαλος του μωσαϊκού νόμου΄]

[Λεξικό Κριαρά]
νομοδιδάσκαλος ο.
  • Αυτός που ερμηνεύει και διδάσκει του νόμους·
    • (εδώ ως τίτλ. αξιωματούχου του φραγκικού βασιλείου της Κύπρου):
      • (Μαχ. 68023).

[μτγν. ουσ. νομοδιδάσκαλος. Τ. νομοδάσκαλος στο Somav. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
νομοδότης ο.
  • Αυτός που ορίζει νόμους, ο νομοθέτης:
    • ο … Θεός εστίν ο … νομοδότης της Νέας και Παλαιάς (ενν. Γραφής) (Ψευδο-Σφρ. 50834‑35· Ζήν. Ά 342).

[μτγν. ουσ. νομοδότης]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νομοθεσία η [nomoθesía] Ο25 : 1α.το σύνολο των νόμων που ισχύουν σε ένα κράτος: Ελληνική / γαλλική ~. Οι ευρωπαϊκές νομοθεσίες. β. το σύνο λο των νόμων που ρυθμίζουν ορισμένες σχέσεις δημόσιου ή ιδιωτικού δικαίου: Εργατική / εκπαιδευτική / ποινική ~. 2. το έργο ενός νομοθέτη, η συγγραφή και η επιβολή νόμων: H ~ του Λυκούργου / του Σόλωνα.

[λόγ. < αρχ. νομοθεσία]

[Λεξικό Κριαρά]
νομοθεσία η.
  • α) Σύνολο νόμων, κανόνων:
    • ευαγγελικήν νομοθεσίαν (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 59
  • β) ο μωσαϊκός νόμος·
    • (εδώ προκ. για το χρόνο καθιέρωσης του):
      • εν γενεαίς αρχαίαις, προ της Νομοθεσίας (Λόγ. ωφέλιμος 61r
  • γ) η παράδοση των Δέκα Εντολών του Θεού στο Μωϋσή:
    • εις το της Νομοθεσίας όρος (Νεκταρ., Ιεροκοσμ. Ιστ. 117· 166).

[αρχ. ουσ. νομοθεσία. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νομοθέτημα το [nomoθétima] Ο49 : κανόνας που έχει νομοθετηθεί, που έγινε νόμος.

[λόγ. < αρχ. νομοθέτημα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νομοθέτης ο [nomoθétis] Ο10 : 1.η νομοθετική εξουσία, δηλαδή οι αντιπρόσωποι του λαού στη Bουλή ή στη Γερουσία, που είναι επιφορτισμένοι με την κατάρτιση νόμων. 2. ο νόμος: Ο ~ ορίζει ότι… Tο πνεύμα του νομοθέτη. 3. αυτός που γράφει και επιβάλλει νόμους σε μια πολιτεία, σε ένα λαό: Ο Δράκων και ο Σόλων ήταν οι μεγαλύτεροι νομοθέτες της αρχαίας Aθήνας. || (πληθ.) στην αρχαία Aθήνα, άρχοντες που είχαν ως αποστολή την αναθεώρηση των νόμων.

[λόγ. < αρχ. νομοθέτης]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες