Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νομισματοπώλης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νομισματοπώλης ο [nomizmatopólis] Ο10 : αυτός που εμπορεύεται αρχαία και γενικότερα παλαιά νομίσματα.

[λόγ. < ελνστ. νομισματοπώλης `που κάνει ανταλλαγές νομισμάτων΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες