Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- νομιμοποίηση η [nomimopíisi] Ο33 : η ενέργεια του νομιμοποιώ. 1. νομι κή κατοχύρωση μιας κατάστασης ή μιας πράξης, εκ των υστέρων: ~ νόθων παιδιών. ~ αυθαίρετου κτίσματος. 2. (νομ.) απόδειξη οποιασδήποτε ιδιότητας ενός προσώπου: ~ διαδίκου / δικαιούχου.
[λόγ. νομιμοποιη- (νομιμοποιώ) -σις > -ση]



