Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- νομιμάριος, ο.
-
- Νομομαθής:
- ένα των … κριτών και νομιμαρίων, όν αυτοί καλούσι καδήν (Δούκ. 7722)·
- (ως επίθ.):
- (Ιστ. πατρ. 9819‑20).
[<επιθ. νόμιμος + κατάλ. ‑άριος. Η λ. στο Du Cange]
- Νομομαθής: