Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- νομιμάρι το.
-
- Οι νόμοι, η νομοθεσία, το δίκαιο:
- Καμίαν σου απόφασιν χωρίς το νομιμάρι να μηδέν κάμεις (Ιστ. Βλαχ. 1413).
[<ουσ. νόμιμον + κατάλ. ‑άρι]
- Οι νόμοι, η νομοθεσία, το δίκαιο:
[Λεξικό Κριαρά]
- νομιμάριος, ο.
-
- Νομομαθής:
- ένα των … κριτών και νομιμαρίων, όν αυτοί καλούσι καδήν (Δούκ. 7722)·
- (ως επίθ.):
- (Ιστ. πατρ. 9819‑20).
[<επιθ. νόμιμος + κατάλ. ‑άριος. Η λ. στο Du Cange]
- Νομομαθής: