Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νομαδισμός
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νομαδισμός ο [nomaδizmós] Ο17 : ο τρόπος ζωής των νομάδων.

[λόγ. < γαλλ. nomadisme < nomad(es) < αρχ. νομάδ(ες) -isme = -ισμός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες