Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νοικοκύρεμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νοικοκύρεμα το [nikokírema] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του νοικοκυρεύω. 1α. συγύρισμα, καθάρισμα: Aυτό το δωμάτιο θέλει ~. Άσε τα νοικοκυρέματα και έλα να βγούμε. β. σωστή διαχείριση και σωστή οργά νωση: Ο δήμος μας θέλει ~. 2. οικονομική και οικογενειακή τακτοποίηση: Θέλω το ~ του κοριτσιού μου.

[νοικοκυρεύ(ω) -μα με αποβ. του [v] πριν από [m] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες