Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νοικοκυροσύνη
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νοικοκυροσύνη η [nikokirosíni] Ο30α : η ιδιότητα του νοικοκύρη ή της νοικοκυράς. 1. το ενδιαφέρον για όλες τις δουλειές του σπιτιού και η προθυμία στην εκτέλεσή τους: Tης λείπει η ~, το σπίτι της το έχει άνω κάτω. 2. η συνετή διαχείριση των οικονομικών του σπιτιού ή γενικά η τάξη και ο σωστός προγραμματισμός όλων των υποθέσεων με τις οποίες ασχολείται κάποιος: H κυβέρνηση διαχειρίστηκε με πνεύμα νοικοκυροσύνης τα δημόσια οικονομικά.

[νοικοκύρ(ης), νοικοκυρ(ά) -οσύνη]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες