Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νοικοκυροπούλα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νοικοκυροπούλα η [nikokiropúla] Ο25α : (παρωχ.) νεαρή κόρη νοικοκύρη, από οικογένεια με αρχές και με κάποια οικονομική άνεση.

[νοικοκυρ(ά) -οπούλα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες