Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νοηματοδοτώ
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
νοηματοδοτώ [noimatoδotó] -ούμαι Ρ10.9 : δίνω νόημα σε κτ., συνήθ. στη σημ. I2: Ο άνθρωπος νοηματοδοτεί την ύπαρξή του.

[λόγ. νοηματ- (νόημα) -ο- + -δοτώ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες