Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: νοερώς
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
νοερώς, επίρρ.
  • Με το νου, νοερά:
    • Μάθε … νοερώς κολυμβάν, ίνα έλθῃς επί τον νοερόν βυθόν (Φυσιολ. 3648).

[μτγν. επίρρ. νοερώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες